Άκρως αποκαλυπτική είναι μια μεγάλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Εργαστήριο Δημοσιογραφικών Σπουδών και Επικοινωνιακών Εφαρμογών του Τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με βάση την οποία προκύπτει ότι οι Έλληνες φοβούνται τα μέγιστα για την οικονομική τους κατάσταση και ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος καταπάτησης των ατομικών τους δικαιωμάτων (αυτό φοβάται το 61%).
Πολλοί από αυτούς ένιωσαν και κατάλαβαν πως βασικά τους συνταγματικά δικαιώματα έχουν ανασταλλεί και θα παραμείνουν υπό αναστολή για πολύ καιρό που σημαίνει ότι θα το συνηθίσουν κιόλας.
Ότι συνηθίζεται δυστυχώς μετά γίνεται και μόνιμο.
Η ερευνητική ομάδα αποτελείτο από τον Διευθυντή του Εργαστηρίου Καθηγητή Στέλιο Παπαθανασόπουλο, τον Επίκουρο Καθηγητή Αντώνη Αρμενάκη και τον διδάσκοντα του Τμήματος και ερευνητή του Εργαστηρίου Δρ. Αχιλλέα Καραδημητρίου.
Η έρευνα ήταν διαδικτυακή, έγιναν 38 ερωτήσεις σε 2.525 άτομα σε διάστημα τριών περίπου εβδομάδων (29 Μαρτίου – 23 Απριλίου 2020) και οι απαντήσεις είναι πολύ σημαντικές.
Σε γενικές γραμμές το ερωτηματολόγιο απευθύνεται στις φοβίες των Ελλήνων και δυστυχώς δείχνουν και τα πολλά ψυχολογικά «κουσούρια» που απέκτησαν οι Έλληνες.
Εκτίμησή μας είναι ότι η έρευνα αυτή είναι κυρίως ένα «ψυχογράφημα» την ελληνικής κοινωνίας και για αυτό ίσως έχει ακόμα πιο ιδιαίτερη σημασία.
Βασικό σημείο της έρευνας είναι η επόμενη ημέρα, τι φοβάται ο κόσμος περισσότερο:
Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού προβληματίζεται για τις συνέπειες που θα έχει η κρίση της πανδημίας τόσο στην εθνική, όσο και την παγκόσμια οικονομία.
Μάλιστα, για τους δύο αυτούς τομείς οι ερωτώμενοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία δηλώνουν χαρακτηριστικά ότι φοβούνται πολύ (67% για την εθνική οικονομία και 61% για την παγκόσμια οικονομία) και σε μικρότερο ποσοστό ότι φοβούνται αρκετά (16% για την εθνική οικονομία και 19% για την παγκόσμια οικονομία).
Συνολικά δηλαδή για την εθνική οικονομία φοβούνται το 83% και για την παγκόσμια το 80%! Τα ποσοστά είναι πολύ μεγάλα και συνεπώς οι μόνοι που δεν φοβούνται είναι αυτοί που δεν τους αγγίζει καμία κρίση ότι κι αν συμβεί λόγω πολύ υψηλών εισοδημάτων που είναι βέβαιοι ότι ποτέ δεν θα τα χάσουν.
Μεγάλος είναι επίσης ο φόβος (62%) που εκφράζει μικρότερη αλλά σημαντική μερίδα του κοινού (40% φοβούνται πολύ και 22% φοβούνται αρκετά) σε σχέση με τις συνέπειες της πανδημίας στα οικονομικά των ατομικών νοικοκυριών, στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η κρίση του κορωνοϊού αποτελεί για τους Έλληνες κυρίως ένα μείζον θέμα με οικονομικές προεκτάσεις.
Άλλοι μεγάλοι φόβοι που εκφέρουν οι Έλληνες ως απότοκο της πανδημίας είναι η πιθανότητα θανάτου συγγενών (46%), ή άλλων άγνωστων συνανθρώπων (38%), η πιθανότητα νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας ενός αγαπημένου προσώπου (45%), καθώς και ο περιορισμός των ατομικών ελευθεριών (34% φοβάται πολύ, 14% φοβάται αρκετά και 13% φοβάται).
Συνολικά δηλαδή τον φόβο της καταπάτησης των ατομικών ελευθεριών τον έχει το 61% των πολιτών.
Προφανώς η πλειοψηφία καταλαβαίνει πως με αφορμή τον ιό άνοιξε ο «ασκός του Αιόλου» καί κάποιοι βρήκαν ευκαιρία για να εκπληρώσουν τα «όνειρά» τους.
Υπαρκτός είναι και ο φόβος μεγάλου μέρους του κοινού (42%) για την πιθανότητα προσωπικής νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας (13% φοβάται πολύ, 13% φοβάται αρκετά και 16% φοβάται), ενώ δεν ισχύει κάτι παρόμοιο για το ενδεχόμενο εξάντλησης τροφίμων (41% δεν φοβάται καθόλου, 35% φοβάται λίγο).
Αυτό που προκύπτει από την έρευνα είναι πως έχουν καταφέρει τον Έλληνα να φοβάται τον «ίσκιο» του και αυτό σημαίνει πως είναι επιρρεπής να δεχθεί τα πάντα και έχει σημασία αυτό.
Τι έκαναν και τι όχι οι Ελληνες
Για τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινού υπάρχουν ορισμένες συνήθειες που έχουν περιοριστεί ιδιαίτερα σε σύγκριση με το παρελθόν. Αυτές είναι η επίσκεψη σε οικείους και συγγενείς (77%), τα ψώνια στο σούπερ-μάρκετ (72%), καθώς και ο περίπατος εκτός σπιτιού (55%). Επίσης, για ένα σημαντικό μέρος των ερωτώμενων είναι μειωμένη και η συχνότητα χρήσης των μέσων μαζικής μεταφοράς (44%), καθώς και η επίσκεψη σε γιατρό ή φαρμακείο (44%).
Αντιθέτως, συνήθειες που έχουν υιοθετηθεί στο πλαίσιο της καθημερινότητας και πραγματοποιούνται με μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με το παρελθόν είναι η εξ αποστάσεως επικοινωνία με φίλους και συναδέλφους μέσω ψηφιακών εφαρμογών τηλεδιάσκεψης (70%), η παρακολούθηση ψυχαγωγικού περιεχομένου (ταινιών, σειρών) εντός της οικίας (60%) καθώς και οι συνομιλίες μέσω τηλεφώνου (51%).
Αυτή η ροπή του κοινού προς την εξ αποστάσεως επικοινωνία αξίζει να ιδωθεί αλληλένδετα με την επιφυλακτική στάση που εκφράζουν οι μισοί σχεδόν ερωτώμενοι (48%) για τις δια ζώσης συναντήσεις με άλλους ανθρώπους, όπου θεωρούν ότι το να είναι κάποιος προσεκτικός αποτελεί ενδεδειγμένη στάση.
Αυτή η συγκρατημένη στάση προς τον συνάνθρωπο στην εποχή της πανδημίας αντικατοπτρίζεται και στην αμφιβολία ή έστω συγκρατημένη αισιοδοξία που εκφράζει μεγάλο μέρος του κοινού για το εάν οι άνθρωποι στη γειτονιά είναι έτοιμοι να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον (38% ούτε συμφωνεί, ούτε διαφωνεί, 22% διαφωνεί ή διαφωνεί πλήρως).
Εν ολίγοις παρατηρούμε πως υπάρχει μια σημαντική αλλαγή προς το χειρότερο στον τρόπο ζωής. Υπάρχει μια τάση απομάκρυνσης των πολιτών ακόμα και απο αγαπημένα τους πρόσωπα και διάρρηξη των πραγματικά προσωπικών επαφών.
Αυτό θα έχει μέγιστες αρνητικές συνέπειες στην ψυχοσύνθεση των πολιτών όσο κι αν κρυβόμαστε. Άλλωστε ο όρος social distancing που έχει βγει αυτούς τους μήνες από μόνος είναι ένας πολύ κακός ορισμός με αρνητική χροιά στον ανθρώπινο ψυχισμό.
Αν πριν ένα χρόνο λέγαμε πως θα εκθειάζεμαε την «κοινωνική απομάκρυνση» θα μας έβαζαν «ζουρλομανδύα».
Τέλος, η ανάγνωση βιβλίων στο σπίτι φαίνεται να αποτελεί μία πιο σταθερή συνήθεια, αφού ένα μεγάλο ποσοστό του κοινού (47%) εξακολουθεί να έχει την ίδια συχνότητα ανάγνωσης σε σύγκριση με το παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα για μια αξιόλογη μερίδα του κοινού (35%) η συνήθεια αυτή εντατικοποιήθηκε.
Ποιους εμπιστεύονται
Ως προς τα αισθήματα εμπιστοσύνης των Ελλήνων προς τους θεσμούς, εμφανίζεται μια τάση εμπιστοσύνης σε πολιτικούς παράγοντες και θεσμούς που διαχειρίζονται την κρίση, αλλά όχι σε όλους ανεξαιρέτως.
Καθώς η πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα είναι αριστερής και κεντροαριστερής προέλευσης ή τοποθέτησης (64% αθροιστικά), το γεγονός ότι ένα συνολικό ποσοστό της τάξης του 48% δηλώνει – με διάφορες διαβαθμίσεις – ότι εμπιστεύεται την κυβέρνηση (18% την εμπιστεύεται, 19% την εμπιστεύεται αρκετά και 11% την εμπιστεύεται απόλυτα) είναι μάλλον θετικό για ένα δεξιόστροφο κυβερνητικό σχήμα.
Όμως αυτό εν μέρει γίνεται επειδή σε καιρό κρίσης ο κόσμος πάντα συσπειρώνεται γύρω από την κυβέρνησή του για όσο διαρκεί η κρίση αυτή, μετά μόλις τελειώσει ο «μήνας του μέλιτος» σταματάει και αρχίζουν τα... όργανα.
Περίπου ποσοστά αξιοπιστίας (46%) συγκεντρώνει ο πρωθυπουργός (17% τον εμπιστεύονται, 16% τον εμπιστεύονται αρκετά και 13% απόλυτα). Μικρότερο βαθμό αξιοπιστίας, αλλά όχι αμελητέο (38%), συγκεντρώνει ο υπουργός υγείας (18% τον εμπιστεύονται, 13% τον εμπιστεύονται αρκετά και 7% τον εμπιστεύονται απόλυτα).
Στο ερώτημα αν η στάση της αντιπολίτευσης στο θέμα της αντιμετώπισης της πανδημίας είναι η ενδεδειγμένη, ένα σημαντικό ποσοστό του δείγματος υιοθετεί ενδιάμεση τοποθέτηση χωρίς να συμφωνεί αλλά ούτε και να διαφωνεί (32%).
Διαφαίνεται, ωστόσο, να υπερτερεί μια τάση συμφωνίας μεταξύ των συμμετεχόντων ως προς την θετική τελικά αξιολόγηση της στάσης της αντιπολίτευσης έστω κι αν αυτή η συμφωνία δεν εκφράζεται σε απόλυτο βαθμό (20% περίπου συμφωνεί, 16% εν πολλοίς συμφωνεί και 5% συμφωνεί απόλυτα).
Εκδηλη είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης μεγάλου μέρους των συμμετεχόντων στην έρευνα προς τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (40% δεν τα εμπιστεύονται καθόλου) με ένα άλλο μέρος να εκφράζει απλά συγκρατημένη εμπιστοσύνη (19% τα εμπιστεύονται σχετικά και 27% έτσι κι έτσι).
Χάνει η Εκκλησία, κερδίζει η Αστυνομία
Έντονη είναι η έλλειψη αξιοπιστίας που αποδίδει το μεγαλύτερο μέρος των ερωτώμενων προς το θεσμό της εκκλησίας (67% δεν την εμπιστεύεται καθόλου), ενδεχομένως λόγω της μη αντίστασης προς την κυβέρνηση και το κλείσιμο των εκκλησιών και μη επιτρέποντας ούτε μια απλή περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους.
Όσον αφορά την αστυνομία και τη συμβολή της στην εφαρμογή των μέτρων, πολύ μεγάλο μέρος των ερωτώμενων, που αθροιστικά αντιπροσωπεύει το 43% του δείγματος, απαντάει ότι την εμπιστεύεται (7% απόλυτα, 15% αρκετά και 21% την εμπιστεύεται), ενώ ένα υψηλό επίσης ποσοστό της τάξης του 37% δεν την εμπιστεύεται (24% καθόλου και 13% την εμπιστεύεται σχετικά).
Τα μέσα ενημέρωσης, αν και αποτελούν τον βασικό συνδετικό κρίκο των μελών του κοινού με τις εξελίξεις της πανδημίας, δεν φαίνεται να έχουν πείσει για την αξιόπιστη στάση τους, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος της έρευνας δηλώνει πως δεν τα εμπιστεύεται καθόλου (43%) ή τα εμπιστεύεται συγκρατημένα (25% έτσι κι έτσι, 21% τα εμπιστεύεται σχετικά).
Εξίσου χαμηλά αξιολογείται από τους συμμετέχοντες στην έρευνα και η αξιοπιστία της διαχεόμενης πληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού οι περισσότεροι είτε δεν τα εμπιστεύονται καθόλου (35%) είτε τα εμπιστεύονται σχετικά (31%).
Οι γιατροί της καρδιάς μας
Σε πολύ υψηλά επίπεδα (89%) κυμαίνεται η εμπιστοσύνη προς τους πρωταγωνιστές της υγείας, ξεχωρίζοντας ιδιαίτερα το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό της χώρας (24% το εμπιστεύεται, 36% το εμπιστεύεται αρκετά, 29% το εμπιστεύεται απόλυτα).
Ωστόσο, δεν παραβλέπουν τα προβλήματα που παρουσιάζει το σύστημα υγείας της Ελλάδας, το οποίο -συγκριτικά με αυτό άλλων ευρωπαϊκών χωρώνχαρακτηρίζεται κυρίως ως ανεπαρκές (26%), ως αδύναμο (25%) ή σχετικά αδύναμο (20%). Αυτό ίσως δικαιολογεί και τον φόβο (70%) που νιώθουν αρκετοί Έλληνες σε διάφορες διαβαθμίσεις (πολύ φόβο το 28%, αρκετό φόβο το 22%, απλό φόβο το 20%) ότι το σύστημα υγείας μπορεί να καταρρεύσει ή ότι αν χρειαστούν ιατρική βοήθεια να μην μπορεί να τους παρασχεθεί (20% φοβάται πολύ, 20% φοβάται αρκετά και 18% απλά φοβάται ως προς το ζήτημα αυτό).
Αναμενόμενο είναι το πολύ υψηλό (67%) αίσθημα αποδοχής των Ελλήνων προς το πρόσωπο του καθηγητή λοιμωξιολόγου κ. Σωτήρη Τσιόδρα (17% τον εμπιστεύεται, 22% τον εμπιστεύεται αρκετά, 28% τον εμπιστεύεται απόλυτα).
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους γιατρούς και λοιπούς ειδικούς που εμφανίζονται στα μέσα ενημέρωσης για να σχολιάσουν τις εξελίξεις γύρω από τη νόσο, για τους οποίους το κοινό εκφράζει ένα είδος πιο συγκρατημένης εμπιστοσύνης (28% τους εμπιστεύεται, 15% αρκετά και 5% τους εμπιστεύεται απόλυτα).
Σε αρκετά αξιόλογα επίπεδα (54%) κυμαίνεται η εμπιστοσύνη του κοινού προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (27% τον εμπιστεύεται, 20% τον εμπιστεύεται αρκετά, 7% τον εμπιστεύεται απόλυτα).
Οι Έλληνες και τα μέτρα
Ως προς τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση τις δύο πρώτες εβδομάδες για την αντιμετώπιση της διασποράς του κοροναϊού, οι Έλληνες κατά κύριο λόγο τα χαρακτηρίζουν αυστηρά (47%) ή ακόμα και αρκετά αυστηρά (21%), ωστόσο θετική φαίνεται να είναι η τοποθέτησή τους σχετικά με την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης στο να θέσει υπό έλεγχο την κατάσταση της πανδημίας.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα κατά 44% δείχνουν να συμφωνούν ότι η κυβέρνηση έχει τον έλεγχο της κατάστασης (22% περίπου συμφωνούν, 18% συμφωνούν εν πολλοίς, και 4% συμφωνούν απόλυτα), ενώ αντίθετα 34% διαφωνούν με την αποτελεσματικότητα των μέτρων (23% διαφωνούν και 11% διαφωνούν πλήρως). Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό των ερωτηθέντων της τάξης του 22% υιοθετούν μια ενδιάμεση τοποθέτηση (δηλαδή ούτε συμφωνούν αλλά ούτε διαφωνούν).
Αρκετά μοιρασμένη και διχοτομημένη είναι επίσης η άποψη σχετικά με την παραδοχή περί έλλειψης ικανότητας των Ελλήνων στο να συμμορφωθούν με τα μέτρα αντιμετώπισης διασποράς του Κορωνοϊού. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ενώ υπάρχει μια ισχυρή τάση διαφωνίας (27%) ή και πλήρους διαφωνίας (18%) με την παραπάνω παραδοχή, που φαίνεται να υπερτερεί, αξιοσημείωτες σε αριθμό είναι και οι φωνές που ενστερνίζονται την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή οι Έλληνες δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τα κυβερνητικά μέτρα (περίπου συμφωνώ 19% και εν πολλοίς συμφωνώ 15%).
Παρόλα αυτά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του δείγματος της έρευνας αξιολογεί θετικά τη γενικότερη στάση της χώρας απέναντι στο πρόβλημα, αφού συμφωνεί με τη δήλωση ότι η Ελλάδα αποτελεί στην Ευρώπη παράδειγμα προς μίμηση για τον τρόπο που αντιμετώπισε τον Κορωνοϊό και καταπολέμησε την εξάπλωσή του (26% εν πολλοίς συμφωνεί, 14% συμφωνεί απόλυτα και 19% περίπου συμφωνεί).
Οι Έλληνες συζητούν το θέμα του ιού κατά κύριο λόγο με τους φίλους τους και δευτερευόντως με τους/τις συζύγους/συντρόφους τους, ενώ ο οικογενειακός ιατρός/παθολόγος, που αντιπροσωπεύει μια εξειδικευμένη πηγή γνώσης, δεν αποτελεί ιδιαίτερο πόλο έλξης για διενέργεια σχετικής συζήτησης.
Μάλιστα, για την πλειοψηφία των ερωτώμενων (67%) εντός της οικογένειας το θέμα της πανδημίας αποτελεί αφορμή διαλόγου σε καθημερινή βάση ανελλιπώς.
Η ίδια τάση ανάπτυξης καθημερινής συζήτησης παρατηρείται – αν και σε μικρότερο ποσοστό (45%) – μεταξύ των φίλων, ενώ μεταξύ συναδέλφων οι σχετικές συζητήσεις για κάποιους μπορεί να είναι καθημερινές (29%) και για άλλους πιο περιστασιακές μέσα στην εβδομάδα (12% μέρα παρά μέρα, 13% 3-4 φορές την εβδομάδα).
Ως επί το πλείστον οι ερωτώμενοι διαφωνούν με τις θεωρίες συνωμοσίας που παρουσιάζουν τον κοροναϊό ως εργαστηριακό δημιούργημα σε ρόλο μη συμβατικού όπλου για την ενίσχυση των συμφερόντων ορισμένων χωρών (33% διαφωνούν πλήρως και 24% διαφωνούν).
loading...
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.