0
Ως έτος «γέννησης» της πολεμικής αεροπορίας θεωρείται το 1911. Ο τρίτος κατ'αρχαιότητα κλάδος των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων θεωρείται δικαίως πρωτοπόρος στην αεροπορική ιστορία, με την πρώτη πολεμική αποστολή του να πραγματοποιείται την 5η Οκτωβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου, από τον υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο. 


Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών, οι Έλληνες αεροπόροι πραγματοποιούσαν αναγνωριστικές πτήσεις, αλλά και βομβαρδισμούς των εχθρικών στρατευμάτων με αυτοσχέδιες βόμβες, καθώς και αποστολές ναυτικής συνεργασίας. Το αεροπλάνο χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις σε όλες τις συγκρούσεις που ακολούθησαν κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, και, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ΠΑ εξελίχθηκε σε μια από τις κορυφαίες αεροπορίες του ΝΑΤΟ- φτάνοντας από τα «αρχαία» Henry Farman των Βαλκανικών Πολέμων στα σύγχρονα F-16C/D Blk52+ και τα Mirage 2000-5.

Με στοιχεία από την ιστοσελίδα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, ακολουθεί μια λίστα με τα κυριότερα καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά αεροπλάνα (καθώς και κάποια αναγνωριστικά και ναυτικής συνεργασίας) τα οποία πέρασαν από την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία.


Τα Henry Farman III ήταν τα πρώτα Ελληνικά πολεμικά αεροπλάνα. Ονομάστηκαν επίσημα «Δαίδαλος», «Αετός», «Γυψ» και «Ιέραξ». Η πρώτη πτήση έγινε από τον Δ. Καμπέρο στις 13 Μαΐου 1912. Για σύντομο χρονικό διάστημα το «Δαίδαλος» μετατράπηκε επιτυχώς σε υδροπλάνο και εκτέλεσε αξιόλογες πτήσεις τον Ιούνιο του 1912. Δύο από αυτά χρησιμοποιήθηκαν σε αναγνωριστικές πτήσεις κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο στη Θεσσαλονίκη και Μακεδονία.


Το Astra Hydroplane υπήρξε το πρώτο αεροπλάνο του Ελληνικού Ναυτικού και το πρώτο ελληνικό υδροπλάνο, πέρα από τη βραχύβια μετατροπή του Farman F.7 από τον Δημήτριο Καμπέρο. Ονομάστηκε επίσημα ‘‘Ναυτίλος’’ στις 11 Νοεμβρίου 1912 στο Φάληρο, όπου και έγιναν οι πρώτες πτήσεις του με τον Γάλλο πιλότο Guinard. Στη συνέχεια μεταστάθμευσε στο Μούδρο της Λήμνου. Επί μακρόν θεωρούνταν, λανθασμένα, ως το αεροπλάνο με το οποίο εκτελέστηκε η αναγνωριστική πτήση πάνω από τα Δαρδανέλλια και τον τουρκικό στόλο με πιλότο τον Μιχαήλ Μουτούση.


Ένα Maurice Farman 7, το οποίο μετατράπηκε σε υδροπλάνο, εκτέλεσε την πρώτη αποστολή Ναυτικής Συνεργασίας παγκοσμίως. Στις 24 Ιανουαρίου 1913, με πιλότο τον Μ. Μουτούση και παρατηρητή τον Αρ. Μωραϊτίνη, εκτέλεσε με επιτυχία τολμηρή αναγνωριστική πτήση πάνω από τα στενά του Ναγαρά, με σκοπό την εξακρίβωση των θέσεων του οθωμανικού στόλου. Το αεροσκάφος καταστράφηκε την 3η Μαρτίου 1913 στο Παλαιό Φάληρο, όταν η ζώνη ασφαλείας του πιλότου Μ. Μουτούση πιάστηκε στο χειριστήριο, με αποτέλεσμα ο πιλότος να χάσει τον έλεγχο του αεροπλάνου και να πέσει στη θάλασσα. Κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκαν 6 Maurice Farman τύπου F-7.


Ένα από τα καλύτερα αεροπλάνα της εποχής του, αγοράστηκε, πιθανότατα, κατά την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων. Ήταν σαφώς ικανότερο από το Henry Farman III λόγω της προηγμένης σχεδίασής του και της αυξημένης ιπποδύναμης. Τον Νοέμβριο του 1912 μεταστάθμευσε από τη Λάρισα στη Νικόπολη, όπου, μαζί με τα Maurice Farman, σχημάτισαν το Απόσπασμα Αεροπλοΐας Ηπείρου.


Το Bre XIV εισήλθε στην ελληνική υπηρεσία τον Νοέμβριο του 1917 με τις 532 και 533 Μοίρες Αναγνώρισης – Βομβαρδισμού, ενώ στη συνέχεια αποτέλεσε το βασικό αεροπλάνο της Στρατιωτικής Αεροπορίας για τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο. Χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κατά τις επιχειρήσεις στη Μικρασιατική εκστρατεία.


Μαζί με τα D.H.9 και τα Sopwith Camel αποτέλεσαν το βασικό υλικό του Ναυτικού Αεροπορικού Σώματος κατά την Μικρασιατική εκστρατεία. Έφθασαν στον Μούδρο κατά τον Οκτώβριο του 1918 και παραδόθηκαν καινούργια σε ελληνικά χέρια. Μεταστάθμευσαν στο Τατόι, όπου και καταστράφηκε ένα στις 19 Μαΐου 1919, ενώ αργότερα κάποια στάλθηκαν στην Μικρά Ασία για τις εκεί πολεμικές ανάγκες, όπου παρέμειναν τουλάχιστον για ένα χρόνο.


Περίπου είκοσι Nieuport 24bis, προερχόμενα από το 531 Σμήνος Διώξεως το οποίο έδρασε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με ελληνικό προσωπικό, παραχωρήθηκαν από τους Γάλλους στην Ελληνική Στρατιωτική Αεροπορία το Φεβρουάριο του 1919. Τα αεροσκάφη χρησιμοποιήθηκαν στην Μικρασιατική Εκστρατεία.


Το Sopwith Camel 1F.1 υπήρξε το βασικό μαχητικό του Ναυτικού Αεροπορικού Σώματος, επιχειρώντας για πρώτη φορά με την Ελληνική Μοίρα “Z” τον Αύγουστο του 1917 στο Αιγαίο, όπου και συμμετείχε εντατικά σε αποστολές μέχρι το τέλος του πολέμου. Τα Camel συμμετείχαν στην εκστρατεία στη Μικρά Ασία όπου, μαζί με άλλα μαχητικά, καθόρισαν πλήρη υπεροχή των Ελληνικών αεροπορικών δυνάμεων κατά το πρώτο σκέλος της.


Το Sopwith Pup ήταν το πρώτο μαχητικό που χρησιμοποιήθηκε από Έλληνες πιλότους στο Αιγαίο πέλαγος. Η τελευταία γνωστή επιτυχία του ήταν στις 2 Αυγούστου 1917, όταν ο Δ. Μωραϊτίνης, πετώντας το μοναδικό διαθέσιμο Pup στη βάση του Μούδρου, κατέρριψε ένα γερμανικό υδροπλάνο.


Μαζί με τα SPAD XIII και τα Nieuport αποτέλεσαν τον στόλο των Ελληνο-γαλλικών Μοιρών Διώξεως κατά τον Α’ Π.Π., ενώ χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας μέχρι τη λήξη της.


Τα Spad XIII χρησιμοποιήθηκαν από τις Ελληνο-γαλλικές Μοίρες Διώξεως κατά τον Α’ Π.Π., ενώ με το τέλος του παραχωρήθηκαν στην Στρατιωτική Αεροπορία και χρησιμοποιήθηκαν στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας.


Το Henry Farman 27 αποτέλεσε το βασικό βομβαρδιστικό των Άγγλων και της Ελληνικής Μοίρας “Z” στο Αιγαίο, πριν να αντικατασταθεί από το Sopwith 1 ½ Strutter. Με αυτά τα αεροπλάνα εκτελέστηκαν πολλές αποστολές από Έλληνες πιλότους, από την αρχή των επιχειρήσεων μέχρι τα τέλη του 1917. Οι πρώτες απώλειες Ελλήνων αεροπόρων λόγω εχθρικής δράσης σημειώθηκαν επίσης με αυτό το αεροπλάνο, όπως η κατάρριψη του Δημήτρη Αργυρόπουλου από γερμανικό Fokker.


Από τα πλέον αξιόλογα αεροπλάνα για το Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα (ΝΑΣ) και με μακρόχρονη προσφορά.42 παραδόθηκαν ολοκαίνουργια κατά το χρονικό διάστημα 1918-1920 και αποτέλεσαν τον βασικό κορμό του ΝΑΣ στον τομέα βομβαρδισμού και αναγνώρισης. Είχαν αρκετά μεγάλη δράση κατά την Μικρασιατική εκστρατεία, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν για πολλά χρόνια στα αεροδρόμια του Τατοΐου και του Φαλήρου.


Δύο Armstrong – Whitworth «Atlas» παραγγέλθηκαν από το Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα (ΝΑΣ) το 1928 και αφίχθησαν στην Ελλάδα το 1929, ενώ άλλα δέκα κατασκευάστηκαν στο Εργοστάσιο Αεροπλάνων Φαλήρου. Σε μια προσπάθεια μείωσης κόστους, τα Ελληνικά Atlas είχαν αρκετές διαφορές από τα Αγγλικά (κινητήρας, δομή πτέρυγας, slats).


Το «Βέλος» ήταν το πρώτο επιχειρησιακό αεροσκάφος που κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα, ως μια βρετανική σχεδίαση της εταιρείας Blackburn, η οποία είχε αναλάβει και την οργάνωση του Εργοστασίου Αεροπλάνων Φαλήρου (ΕΑΦ). Τέσσερα αεροσκάφη αγοράσθηκαν και άλλα δώδεκα κατασκευάσθηκαν στο ΕΑΦ και όλα αρχικά είχαν πλωτήρες, αφού προορίζονταν για το Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα (ΝΑΣ). Οι ελληνικές προδιαγραφές προέβλεπαν ότι τα αεροπλάνα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για αναγνώριση, βομβαρδισμό και εκπαίδευση, ενώ θα έφεραν και τορπίλες. Η παρθενική πτήση του τύπου έγινε το Μάρτιο του 1926, με το πρώτο αεροπλάνο να βαφτίζεται “Ελπίς”.


Ένα από τα σημαντικότερα αεροπλάνα του Μεσοπολέμου, το Breguet XIX αποτέλεσε τον κορμό της Πολεμικής Αεροπορίας για τουλάχιστον δέκα χρόνια (1925-1935). Τα πρώτα 30 αποκτήθηκαν το 1925, με επιπλέον παραδόσεις να ακολουθούν μέχρι το 1928, στις εκδόσεις αναγνωριστικού (Α2) και βομβαρδιστικού (Β2). Το 1931 στη ενοποιημένη Πολεμική Αεροπορία υπηρετούσαν 41 Bre XIX, ενώ 12 ακόμη παραχωρήθηκαν από τη Γιουγκοσλαβία το 1935. Κάποια αεροπλάνα μετατράπηκαν σε εκπαιδευτικά, αποκτώντας διπλά χειριστήρια. Στις απαρχές του Β’ Π.Π. ανέλαβαν αποστολές βομβαρδισμού, φέροντας βόμβες των 230 και 300 λιβρών, αλλά γρήγορα αποσύρθηκαν καθώς η μεγάλη τους ηλικία τα καθιστούσε ανυπεράσπιστα απέναντι στα ιταλικά μαχητικά.


Με το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας και προκειμένου να αντιμετωπισθεί η σημαντική έλλειψη μαχητικών, παραγγέλθηκαν 25 Gloster «Mars» VI Nighthawk, ενώ τουλάχιστον 13 είχαν παραληφθεί και ήταν ετοιμοπόλεμα όταν υπογράφηκε η συνθήκη της Λωζάννης. Μέχρι το 1935 ήταν ο μοναδικός τύπος καταδιωκτικού της Αεροπορίας, ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκαν για επιχειρησιακή εκπαίδευση στη Σχολή Ικάρων μέχρι το 1939. Διασώζονταν μέχρι τον Απρίλιο του ’41, οπότε και καταστράφηκαν χωρίς να λάβουν μέρος στις επιχειρήσεις του 1940-1941.


Ένα αεροσκάφος από τα πρώτα μοντέλα της σειράς χρησιμοποιήθηκε από την Ελλάδα στους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ κατόπιν χρησιμοποιήθηκαν ακόμη έξι κατά την περίοδο του Α’ Π.Π…


Έως δέκα Nieuport 24, τα οποία επιχειρούσαν με το 531 Σμήνος Διώξεως, παραδόθηκαν από τους Γάλλους στην Στρατιωτική Αεροπορία το 1919. Ενώ είναι εξακριβωμένη η ύπαρξη του τύπου 24, δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθεί από φωτογραφίες η ύπαρξη και του τύπου 27, λόγω των ελάχιστων διαφορών των δύο τύπων.


Η Ελλάδα παράγγειλε το 1938 δώδεκα Avro Anson Mk I τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από τη 13η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας σε αποστολές περιπολίας και συνοδείας το 1940-1941. Τουλάχιστον πέντε διέφυγαν στην Αίγυπτο, όπου και σχημάτισαν τον αρχικό κορμό της Πολεμικής Αεροπορίας στη Μέση Ανατολή, υπηρετώντας πάντα με τη 13η Μοίρα, έως την αντικατάστασή τους από τα Blenheim Mk IV. 


Η Πολεμική Αεροπορία παρήγγειλε είκοσι πέντε αεροσκάφη τον Σεπτέμβριο του 1939, όμως η συνθηκολόγηση της Γαλλίας και η εξέλιξη των γεγονότων επέτρεψαν την παράδοση εννέα μόνο αεροπλάνων, τα οποία εντάχθηκαν στην 24η Μοίρα Διώξεως με αποστολή την άμυνα των Αθηνών και βάση την Ελευσίνα. Ωστόσο, εξαιτίας των χαμηλών επιδόσεών τους, επιφορτίστηκαν κυρίως με καθήκοντα εκπαίδευσης. Λόγω ελλείψεως ανταλλακτικών και του μικρού τους αριθμού, τα ΜΒ.151 δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν τις εξελίξεις του Ελληνο-ϊταλικού πολέμου.


Η Πολεμική Αεροπορία παρέλαβε έντεκα Battle B.1τον Μάρτιο του 1940, τα οποία εντάχθηκαν στην 33η Μοίρα Βομβαρδισμού και συμμετείχαν στις επιχειρήσεις του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Τα αεροπλάνα παραδόθηκαν από τους Βρετανούς σε αντικατάσταση των 12 Blenheim IV τα οποία κατασχέθηκαν με την έναρξη του Β’ ΠΠ. Ένα, δωδέκατο, αεροπλάνο χάθηκε όταν το πλοίο μεταφοράς του βυθίστηκε κατόπιν τορπιλισμού του. Όλα τα Battle καταστράφηκαν στο έδαφος ή στον αέρα κατά τις επιχειρήσεις του 1940-1941.


Στα μέσα της δεκαετίας του ’20 η Διοίκηση Αεροπορικής Ναυτικής Συνεργασίας προέβη στον εκσυγχρονισμό του υπάρχοντoς εξοπλισμού παραγγέλλοντας αρχικά ένα Fairey IIIF MkI. Το αεροσκάφος ενισχύθηκε και από άλλα που παραδόθηκαν στις 23 Ιουλίου του 1931, φτάνοντας τελικά τον αριθμό των δέκα, ενώ άλλα τέσσερα παρελήφθησαν μεταχειρισμένα το 1937. Τον Οκτώβριο του 1940 τα αεροσκάφη ήταν εννέα και άνηκαν στην 11η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας. Τα Fairey IIIF είχαν διακριτικά Ν1 έως Ν14 και εθνόσημα στην άτρακτο, στο πηδάλιο διεύθυνσης και τις πτέρυγες. Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, τα αεροσκάφη του τύπου χρησιμοποιήθηκαν κυρίως σε αποστολές παρατήρησης και συνοδείας νηοπομπών. Όλα καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών. 


Τον Οκτώβριο του 1940 η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία διέθετε 12 Do 22Kg τα οποία παραλήφθηκαν το διάστημα 1938-1939 και τοποθετήθηκαν στη 12η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας. Η έλλειψη σύγχρονων αεροπλάνων στρατιωτικής συνεργασίας επέβαλε την αντικατάσταση των πλωτήρων από κανονικό σύστημα προσγείωσης σε οκτώ Do 22Kg τα οποία εντάχθηκαν στη 12η Μοίρα Στρατιωτικής Συνεργασίας και παραδόθηκαν στην υπό αναδιοργάνωση 2η Μοίρα Παρατήρησης την άνοιξη του 1941. Tα περισσότερα αεροπλάνα καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια αεροπορικών προσβολών, εκτός από ένα που διέφυγε στην Αίγυπτο και υπηρέτησε υπό βρετανική διοίκηση για σύντομο χρονικό διάστημα.


Τα πρώτα δύο Gladiator Mk I της Πολεμικής Αεροπορίας ήταν δωρεά του Έλληνα ομογενή Στυλιανού Σαρπάκη από την Αίγυπτο, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για εκπαίδευση σε τακτικές αερομαχίας. Μετά την καταστροφή του ενός σε ατύχημα, το εναπομένον αεροπλάνο χρησιμοποιήθηκε σε αποστολές περιπολίας.Από το Δεκέμβριο 1940 έως τον Απρίλιο 1941 η Βρετανία παραχώρησε μερικά Gladiator Mk I/ Mk II τα οποία εντάχθηκαν στην 21η Μοίρα Διώξεως, η οποία επιχειρούσε μέχρι τότε με PZL P.24. 


Το Henschel Hs 126K-6 ήταν το πλέον σύγχρονο αεροπλάνο στο οπλοστάσιο της Πολεμικής Αεροπορίας το 1940, με 16 συνολικά αεροπλάνα να παραδίδονται το Δεκέμβριο του 1939. Ήταν από τα λίγα αεροπλάνα της περιόδου που παραδόθηκαν πλήρως εξοπλισμένα και συνοδεύονταν από ελληνικές μεταφράσεις των γερμανικών τεχνικών εγχειριδίων. Έφερε δύο πολυβόλα εμπρόσθιας βολής και ένα πολυβόλο σε περιστρεφόμενη βάση για τον παρατηρητή, ενώ μετέφερε διάφορα είδη εγχώρια κατασκευασμένων βομβών.Τα Hs 126K-6 χρησιμοποιήθηκαν από τα 3.1 και 3.2 Ανεξάρτητα Σμήνη σε αποστολές παρατήρησης και αναγνώρισης κατά τον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο.



Τα αεροπλάνα που σήκωναν το βάρος των εναέριων μαχών κατά το εξάμηνο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου ήταν τα τριάντα έξι PZL P.24F και G της 21ης, 22ης και 23ης Μοίρας Διώξεως της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Το συμβόλαιο για την προμήθεια των P.24 υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 1936, με την παράδοση να ολοκληρώνεται τον Μάιο του 1937, λόγω καθυστερημένης παράδοσης των πυροβόλων LK 32 από την Τσεχοσλοβάκικη εταιρεία κατασκευής. Τα αεροσκάφη είχαν την τυπική διαμόρφωση, , περιλαμβάνοντας ασύρματο γερμανικής κατασκευής και σύστημα οξυγόνου αμερικανικής κατασκευής. Εκτός από 11 αεροπλάνα που καταστράφηκαν στο έδαφος, τα υπόλοιπα καταρρίφθηκαν σε αερομαχίες, επανδρωμένα ενίοτε με νέους και άπειρους αεροπόρους. Σύμφωνα με πολωνικές πηγές, τριάντα πέντε ελληνικά P.24 κατέρριψαν μεταξύ Νοεμβρίου 1940 – Απριλίου 1941 σαράντα εχθρικά αεροσκάφη, εκ των οποίων ένα με εμβολισμό. 


Tο Potez 633 κατασκευάσθηκε αποκλειστικά για εξαγωγή. Η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία (ΕΒΑ) παράγγειλε είκοσι τέσσερα αεροσκάφη, από τα οποία παρελήφθησαν τελικά δεκατρία, εκ των οποίων ένα καταστράφηκε κατά την παράδοση. Έτσι, τα δώδεκα εναπομείναντα εντάχθηκαν το 1938 στην 31η Μοίρα Βομβαρδισμού. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα δώδεκα υπολειπόμενα αεροσκάφη του τύπου κατασχέθηκαν από τους Γάλλους.


Έξι Blenheim MkI, προερχόμενα από τη RAF, παρελήφθησαν από την 32η Μοίρα Βομβαρδισμού ως ενίσχυση μετά τις απώλειες κατά τις επιχειρήσεις στο Αλβανικό μέτωπο. Κανένα αεροπλάνο δεν διασώθηκε μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα.


Οι Βρετανοί παρέδωσαν τουλάχιστον 19 Blenheim Mk IV στην 13η Μοίρα τον Ιανουάριο του 1941, τα οποία αντικατέστησαν τα εναπομείναντα Avro Anson τα οποία είχαν διαφύγει από την Ελλάδα. Καθώς η 13η Μοίρα επιχειρούσε υπό Βρετανική διοίκηση, τα αεροπλάνα έφεραν βρετανική παραλλαγή και διακριτικά. Αντικαταστάθηκαν, σταδιακά, από τα πιο εξελιγμένα Mk V, με το τελευταίο Mk IV να παραδίδεται στους Βρετανούς τον Ιανουάριο του 1943.


Η εξέλιξη του Blenheim Mk IV ήταν το Mk V το οποίο πήρε το όνομα “Bisley”. Xρησιμοποιήθηκε από την 13η Μοίρα, με τις παραλαβές να αρχίζουν τον Νοέμβριο του 1942, ως τον Σεπτέμβριο του 1943, οπότε και αντικαταστάθηκαν από Martin A-30 Baltimores. Η κύρια αποστολή των Bisleys ήταν επιχειρήσεις υποστήριξης του Στρατού, συνοδείας νηοπομπών, ανθυποβρυχιακής έρευνας και θαλάσσιες περιπολίες.


Οι ΗΠΑ παρέδωσαν 42 Curtiss SB2C-5 Helldiver ως βοήθεια την άνοιξη του 1949, τα οποία εξόπλισαν την 336 Μοίρα Βομβαρδισμού και επιχείρησαν κατά την τελική φάση του εμφυλίου. Αποσύρθηκαν σταδιακά από το 1953 και αντικαταστάθηκαν από τα F-84G, ενώ ορισμένα από αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως το 1957 ως αναγνωριστικά.


Η ίδρυση της 335ης Μοίρας Διώξεως τον Οκτώβριο του 1941 έγινε με αεροσκάφη Hurricane MkI. Αν και από τα παλαιότερα μοντέλα του τύπου σε υπηρεσία, το Hurricane MkI υπηρέτησε εντατικά με την 335Μ για ένα χρόνο, οπότε και αντικαταστάθηκε από τα Hurricanes Mk II, τον Σεπτέμβριο του 1942.


Τα Hurricane Mk II αντικατέστησαν τα Mk I της 335 Μοίρας Διώξεως τον Σεπτέμβριο του 1942, ενώ εξόπλισαν και την 336 Μοίρα που ιδρύθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1943. Με τα Mk II οι Ελληνικές Μοίρες πραγματοποίησαν πολλές αποστολές, κάποιες εξ αυτών άνωθεν Ελληνικού εδάφους. Αντικαταστάθηκαν σταδιακά από τα Spitfire Mk Vb/Vc από τον Ιανουάριο του 1944.


Σε αντικατάσταση των Blenheims Mk V που έως το 1943 χρησιμοποιούσε η 13η Μοίρα στην Αίγυπτο, παρελήφθησαν τα A-30 Baltimores III τα οποία η Μοίρα χρησιμοποίησε σε επιχειρήσεις συνοδείας νηοπομπών, ανθυποβρυχιακών περιπολιών, αναγνώρισης, και υποστήριξης στη Β. Αφρική, καθώς και αποστολές βομβαρδισμού στη Γιουγκοσλαβία και τη Β. Ιταλία.


Η Πολεμική Αεροπορία χρησιμοποίησε πληθώρα εκδόσεων του Τ-6, Αμερικανικής και Βρετανικής προέλευσης. Οι πρώτοι Έλληνες πιλότοι εκπαιδεύτηκαν στον τύπο κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ στη Ροδεσία, ενώ τα πρώτα ελληνικά αεροσκάφη ήταν πρώην βρετανικά Harvard Mk.IΙ Α/Β και Mk.III που παραδόθηκαν μετά το 1945 και συμπληρώθηκαν αργότερα από αμερικάνικα Τ-6D/G. Για είκοσι δύο περίπου χρόνια (1947-1969) ΤΟ Τ-6D/G χρησιμοποιήθηκε ως το κύριο εκπαιδευτικό της Σχολής Αεροπορίας, όπως ήταν τότε γνωστή η σημερινή Σχολή Ικάρων. Εκτός της εκπαίδευσης, τα Τ-6D/G χρησιμοποιήθηκαν εκτεταμένα κατά τον Εμφύλιο, ενταγμένα στα 345, 346 και 347 Σμήνη Αναγνωρίσεως, τόσο σε αποστολές αναγνώρισης όσο και κρούσης.


Η Ελλάδα παρέλαβε τα πρώτα Supermarine Spitfire Mk VB/VC από τους Βρετανούς στα τέλη του 1943 στη Μέση Ανατολή, εφοδιάζοντας αρχικά την 335 Μοίρα και αργότερα την 336. Μετά από εκτεταμένη δράση στη Βόρεια Αφρική αλλά και τη Γιουγκοσλαβία, τα ελληνικά Spitfire επέστρεψαν στην Ελλάδα το Οκτώβριο του 1944. Αφού συμμετείχαν στις πρώτες φάσεις του Εμφυλίου, αντικαταστάθηκαν από νεότερες εκδόσεις και, από το 1947, χρησιμοποιήθηκαν για επιχειρησιακή εκπαίδευση στη Σχολή Αεροπορίας.

 

Από τον Ιανουάριο του 1947 παρελήφθησαν τα βελτιωμένα Spitfire Mk IX, εφοδιασμένα με διαφορετικό τύπο κινητήρα και νέα πτέρυγα. Χρησιμοποιήθηκαν εντατικά στις επιχειρήσεις του εμφυλίου πραγματοποιώντας αποστολές επιθετικής αναγνώρισης εξοπλισμένα με ρουκέτες και βόμβες εκρηκτικές και τύπου ναπάλμ.


Στις αρχές του 1949 η Πολεμική Αεροπορία παρέλαβε τα νέα Spitfire Mk XVI τα οποία έφεραν νέο τύπο κινητήρα και ήταν βελτιστοποιημένα για αποστολές χαμηλού ύψους, ενώ παραλήφθηκε και ένας μικρός αριθμός του αναγνωριστικού τύπου Mk PR XI/XIII. Χρησιμοποιήθηκαν αμέσως στις αποστολές του εμφυλίου από τις 335, 336 και 337 Μοίρες και ήταν τα τελευταία Spitfire που αποσύρθηκαν, το 1954.


Το 1945 και στο πλαίσιο της Βρετανικής βοήθειας η 13η Μοίρα εξοπλίστηκε με τουλάχιστον δεκαεννέα αεροσκάφη Wellington. Τα αεροσκάφη αυτά ανήκαν στην Coastal Command. Χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως μεταγωγικά πριν αντικατασταθούν από τα C-47 το 1947.Ήταν το πρώτο αεροσκάφος της Αεροπορίας που χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα για σκοπούς κοινής ωφέλειας και το πρώτο που ήταν εφοδιασμένο με ραντάρ έρευνας.


Απόγονος των σχεδίων του Γερμανού αεροναυπηγού του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Alexander Lippisch, το δελταπτέρυγο μαχητικό F-102A αποτέλεσε για δεκαπέντε χρόνια την κύρια δύναμη αναχαίτισης της USAF μέχρι την αντικατάστασή του το 1970. Τα F-102A άρχισαν να αποσύρονται σταδιακά από τον Ιανουάριο του 1977 για να αντικατασταθούν από τα Mirage F.1CG.


Τα πρώτα 37 F-104G παραλήφθηκαν το 1964 κι εντάχθηκαν στην 335 Μοίρα Δίωξης / Βομβαρδισμού και στη συνέχεια και στην 336. Το 1972 δόθηκαν από τις ΗΠΑ άλλα εννέα, προερχόμενα από την Ισπανική Αεροπορία. Μεταξύ 1978 και 1985 έφτασαν στην Ελλάδα περί τα πενήντα F και RF-104G, από τη Γερμανία και δέκα από την Ολλανδία, περιλαμβανομένων και μερικών RF-104G. . Ήταν το πρώτο αεροσκάφος της ΠΑ που μπορούσε να υπερβεί τα 2 Mach. Αποσύρθηκε το 1993.



Το T-33 ήταν το πρώτο αεριωθούμενο αεροπλάνο που εντάχθηκε στη δύναμη της Αεροπορίας το 1951. Ακολούθησαν επιπλέον παραλαβές τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, κάποια καναδικής κατασκευής. Χρησιμοποιήθηκαν ως εκπαιδευτικά, μέχρι την αντικατάστασή τους από τα T-2E, επιχειρώντας με τις 361, 221και 222 Μοίρες Εφαρμοσμένης Εκπαίδευσης (ΜΕΕ) και τα ομώνυμα Σμήνη, 366, 367 και 368. Αποσύρθηκαν το 2000.


Το F-86D ήταν το πρώτο αεροπλάνο αναχαίτισης «παντός καιρού» της Πολεμικής Αεροπορίας. Παρελήφθησαν το 1961 και εφοδίασαν τις 337 και 343 Μοίρες. Αποσύρθηκαν από την ενεργό υπηρεσία το 1967 αλλά διατηρήθηκαν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα ως το 1969.


Η Ελλάδα παρέλαβε τα πρώτα F-86 το 1954. Ήταν Canadair CL-13 Mk4 της RAF, τα οποία μετασκεύασε η North American, και εφοδίασαν τις 341, 342 και 343 Μοίρες Αναχαίτισης. Παρέμειναν σε υπηρεσία ως το 1965, όταν και αντικαταστάθηκαν από αεροσκάφη F-5A. Το Sabre ήταν το πρώτο ελληνικό αεροσκάφος το οποίο μπορούσε να σπάσει το φράγμα του ήχου σε βύθιση. Τα πιο διάσημα Ελληνικά Sabre ήταν αυτά που αποτελούσαν το διάσημο Ελληνικό Ακροβατικό Σμήνος «Ελληνική Φλόγα» (1957-1965).


Τα F-5A παραλήφθηκαν από την Πολεμική Αεροπορία το 1965. Την ίδια χρονιά κηρύχθηκε επιχειρησιακή η 341 Μοίρα Αναχαίτισης Ημέρας (ΜΑΗ), ενώ ακολούθησε η 343 ΜΑΗ. Αρχικά παραλήφθηκαν πενήντα πέντε αεροπλάνα, με 17 RF-5A να παραλαμβάνονται το 1970, ενώ το 1975 αγοράστηκαν δέκα από το Ιράν και αργότερα άλλα δέκα από την Ιορδανία. Το 1986 παραχωρήθηκαν εννέα από τη Νορβηγία και, τέλος το 1991 από την Ολλανδία άλλα δέκα (NF-5A/Β). Κατά το διάστημα 1967-1968 ο τύπος χρησιμοποιήθηκε από το τρίτο ελληνικό ακροβατικό σμήνος «Νέα Ελληνική Φλόγα». Τα F/NF-5A αποσύρθηκαν το 2001.


Τα πρώτα F-84F Thunderstreak παραλήφθηκαν από την Πολεμική Αεροπορία το 1957 και αντικατέστησαν τα F-84G. Για πολλά χρόνια αποτέλεσαν τον κορμό της δύναμης κρούσης της ΠΑ. Τα τελευταία αποσύρθηκαν από την ενεργό δράση το 1983. Υπήρξαν παραλαβές, εκτός από την αρχική, τις δεκαετίες του ’60 κι ’70, από την USAF, Luftwaffe και την Ολλανδική Αεροπορία.



Είναι το πρώτο αεριωθούμενο μαχητικό που απέκτησε η Πολεμική Αεροπορία. Χρησιμοποιήθηκε από το 1952 έως το 1959. Με F-84G Thunderjet ήταν εφοδιασμένες έξι συνολικά Μοίρες, οι 335, 336, 337, 338, 339 και 340. Επίσης με τέτοιο τύπο πετούσε το πρώτο ακροβατικό σμήνος της Αεροπορίας, το «Καρέ των Άσσων». Τέσσερα F-84G χρησιμοποιήθηκαν ως αναγνωριστικά με την προσθήκη φωτομηχανών στις ακροπτερύγιες δεξαμενές.


Παραλήφθηκαν το 1956 και εντάχθηκαν στην 348 Μοίρα Τακτικής Αναγνώρισης (ΜΤΑ). Στην αρχή ήταν άβαφα και το 1971 βάφτηκαν με τα χρώματα της παραλλαγής «Βιετνάμ». Αποσύρθηκαν από την ενεργό υπηρεσία το 1991.


Η αγορά σαράντα αεροσκαφών του τύπου υπογράφτηκε τον Ιούνιο του 1974. Η παραλαβή τους έγινε σταδιακά και τα Mirage F.1CG εξόπλισαν τις 334 και 342 Μοίρες Παντός Καιρού. Μία ιδιαιτερότητα των ελληνικών F.1CG ήταν ότι χρησιμοποιούσαν τον αμερικανικό πύραυλο αέρος – αέρος Sidewinder. Τα αεροσκάφη Mirage F.1 αποσύρθηκαν το 2003.


Το Α-7Η παραλήφθηκε από την Πολεμική Αεροπορία το 1975. Η αρχική παραγγελία ήταν για 60 μονοθέσια αεροπλάνα, ενώ αργότερα παρελήφθησαν και 5 διθέσια. Αρχικά επιχειρούσαν από τις Αεροπορικές Βάσεις Λάρισας (347 Μοίρα “Περσέας”) και Σούδας (340 Μοίρα “Αλεπού“ και 345 Μοίρα “Λαίλαψ”). Το 1993 παρελήφθησαν 43 A-7E και19 TA-7C από αποθέματα του Αμερικάνικου Ναυτικού και αντικατέστησαν τα F-104G στις 335 και 336 Μοίρες. Από το 2002 όλα τα ελληνικά Corsair επιχειρούσαν από την Αεροπορική Βάση Αράξου, μέχρι την απόσυρσή τους την 31η Οκτωβρίου 2014.



Είναι μονοθέσιο, μονοκινητήριο, μαχητικό αεροσκάφος πολλαπλού ρόλου παντός καιρού με ικανότητα να φέρει μεγάλη ποικιλία οπλικών συστημάτων.Η χώρα μας παρέλαβε 40 F-16 Block 30 το 1989, στο πλαίσιο του εξοπλιστικού προγράμματος Peace Xenia I, ενώ το 1997 40 βελτιωμένα F-16 C/D Block 50 παρελήφθησαν με το Peace Xenia IΙ. Τα Block 50 έχουν δεχθεί δομικές ενισχύσεις και διαθέτουν ισχυρότερο κινητήρα και βελτιωμένα ηλεκτρονικά σε σχέση με τα Block 30.



Η Ελληνική ΠΑ είναι η πρώτη αεροπορία στον κόσμο που εξοπλίστηκε με τη συγκεκριμένη έκδοση F-16. Το εν λόγω αεροσκάφος είναι μία βελτιωμένη έκδοση του BLOCK 50 με προηγμένα ηλεκτρονικά συστήματα και εξελιγμένο κινητήρα. Τα Ελληνικά BLOCK 52+ ανήκουν στις 340, 343 και 337 μοίρες με χαρακτηριστικά κλήσης «Αλεπού, «Αστέρι» και «Ghost» αντίστοιχα. Επιχειρούν από τις αεροπορικές βάσεις της Σούδας (115 ΠΜ) και Λάρισας (110 ΠΜ).



Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία είναι μια από τις πρώτες που εξοπλίστηκε με τη συγκεκριμένη έκδοση F-16. Το εν λόγω αεροσκάφος είναι μία βελτιωμένη έκδοση του Block 52 με προηγμένα ηλεκτρονικά συστήματα. Τα Ελληνικά Block 52 Adv επιχειρούν με τις 335 και 336 Μοίρες της 116 ΠΜ από την Αεροπορική Βάση Αράξου.


Το Mirage 2000 είναι Γαλλικής κατασκευής μονοθέσιο, μονοκινητήριο, δελταπτέρυγο μαχητικό αεροσκάφος πολλαπλού ρόλου και παντός καιρού. Εντάχθηκε στο οπλοστάσιο της Π.Α. το 1988 με τη Σύμβαση «Talos,» με βάση την οποία αγοράστηκαν 40 αεροσκάφη. Μεταξύ 1988 και 1992 παραδόθηκαν στην ΠΑ 36 Mirage 2000 EGM και 4 διθέσια Mirage 2000 BGM. Είναι το πρώτο μαχητικό της ΠΑ που διαθέτει αυτόματο ηλεκτρονικό σύστημα ελέγχου πτήσης. Έχει την ικανότητα να φέρει μεγάλη ποικιλία οπλικών συστημάτων. Τα Ελληνικά Mirage 2000 μπορούν να οπλιστούν με πυραύλους αέρος – αέρος Super 530/ Matra Magic. Xρησιμοποιούνται κυρίως σε αποστολές αναχαίτισης, αλλά και εναντίον πλοίων με τη χρήση πυραύλων AM-39 EXOCET. Τα αεροσκάφη έχουν ως βάση τους την 114 Πτέρυγα Μάχης στην Τανάγρα και ανήκουν στην 332 Μοίρα με χαρακτηριστικό κλήσης «Γεράκι».


Τα M2000-5 είναι μέρους του προγράμματος απόκτησης συνολικά 25 αεροσκαφών αυτού του τύπου. Tα 15 αποκτήθηκαν από τη Γαλλία, ενώ τα υπόλοιπα 10 είναι αεροσκάφη Μ2000 της ΠΑ, τα οποία αναβαθμίστηκαν σε Μ2000-5, στο εργοστάσιο της ΕΑΒ.


Είναι διθέσιο, δικινητήριο μαχητικό πολλαπλού ρόλου. Είναι αμερικάνικης κατασκευής και τα πρώτα F-4 βγήκαν από τη γραμμή παραγωγής το 1963.Τα πρώτα Ελληνικά Phantom αποκτήθηκαν το 1974 με το αμυντικό πρόγραμμα Peace Icarus. Παρά το γεγονός ότι είναι αεροσκάφος δεύτερης γενιάς, 36 ελληνικά Phantom έχουν εκσυγχρονιστεί με σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα (πρόγραμμα Peace Icarus 2000) με αποτέλεσμα να έχει παραταθεί το όριο της επιχειρησιακής τους ζωής.


Το RF-4E αποτελεί παραλλαγή του μαχητικού F-4E και διαφοροποιείται από αυτό ως προς τις φωτομηχανές που φέρει στο ρύγχος με δυνατότητα παρατήρησης προς τα πλάγια και προς τα πίσω. Κυριότερη αποστολή του είναι η αναγνώριση πριν και μετά την προσβολή ενός στόχου. Τα RF-4E Phantom εδρεύουν στην Λάρισα (110 ΠΜ 348 Μοίρα «Μάτια»).

loading...

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 
Top