0
To «Εξπρές του Μεσονυχτίου» είναι μία ταινία που έκανε τόση ζημιά στην Τουρκία, όσο λίγες έχουν καταφέρουν να προκαλέσουν σε μία χώρα.


Το κλασικό πλέον φιλμ του 1978 βασίστηκε στην αληθινή ιστορία του Μπίλι Χέιζ, ενός Αμερικανού φοιτητή που συνελήφθη με χασίς στην Κωνσταντινούπολη και πέρασε πέντε χρόνια στη φυλακή μέχρι την εντυπωσιακή απόδρασή του στην Ελλάδα. 

Ήταν όμως αληθινή η ιστορία που παρακολουθήσαμε στις αίθουσες; Και γιατί ο αντίκτυπος της ήταν τόσο μεγάλος στιγματίζοντας ανεπανόρθωτα μία χώρα, δεκαετίες ολόκληρες μετά την προβολή της; 

Όλα όσα κρύβονται πίσω από την περιπέτεια του Χέιζ, αλλά και την ταινία «Εξπρές του Μεσονυχτίου» προσεγγίζει με διεισδυτικό τρόπο ένα ντοκιμαντέρ με τον τίτλο «Midnight Return» που προβλήθηκε το Σάββατο στο 19ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας το χειροκρότημα του κοινού.


Στο ντοκιμαντέρ της Sally Sussman (η οποία είναι η βασική σεναριογράφος της γνωστής σε όλους μας «Τόλμης και Γοητείας» και πολλών διάσημων σίριαλ) μιλούν οι συντελεστές της ταινίας και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο οποίος μάλιστα επιστρέφει στην Τουρκία σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά την περιπέτειά του, με ένα απρόσμενο μήνυμα για τον τουρκικό λαό. 

Η ιστορία

Ο Μπίλι Χέιζ συνελήφθη στην Κωνσταντινούπολη στις 6 Οκτωβρίου του 1970, έχοντας δεμένα στην κοιλιά του σακουλάκια με χασίς. 


Ενώ αρχικά φυλακίζεται για 4 χρόνια για κατοχή ναρκωτικών, το 1974, μετά από έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο τον καταδικάζει σε 30ετή φυλάκιση, βυθίζοντας τον Αμερικανό στην απόγνωση. Η ζωή του Χέιζ στη φυλακή είναι δύσκολη, στην ταινία ωστόσο που σκηνοθέτησε ο Αλαν Πάρκερ έμοιαζε με πραγματική κόλαση και αποτυπώθηκε με τρόπο ιδιαίτερα βίαιο για την εποχή εκείνη: 
βασανιστήρια, σεξουαλική κακοποίηση, ξύλο και πολύ αίμα. Σύμφωνα με την ταινία, στην οποία τον ρόλο του Χέιζ υποδύθηκε ο Μπραντ Ντέιβις, κατά την απόδρασή του, σκοτώνει έναν φύλακα, κάτι όμως που δεν έγινε στην πραγματικότητα. Επίσης ο Χέιζ ξεκαθάρισε χρόνια μετά ότι δεν βιάστηκε στη φυλακή, αλλά συμμετείχε σε σεξουαλικές πράξεις με τη θέλησή του. 


Αυτό που τελικά έγινε ήταν ότι το 1975 κατάφερε να δραπετεύσει... Αυτό που ισχυρίζεται ο Μπίλι (και γράφουμε ισχυρίζεται, γιατί ακόμα και τώρα υπάρχουν αμφιβολίες για τον τρόπο απόδρασης) είναι ότι μία νύχτα με καταιγίδα από το νησάκι όπου ήταν η φυλακή του κατάφερε να κλέψει ένα ξύλινο βαρκάκι και να φτάσει στην απέναντι στεριά. Στη συνέχεια έβαψε τα ξανθά μαλλιά του μαύρα και αφού πέρασε λίγες ημέρες στην Κωνσταντινούπολη, δραπέτευσε μέσω Εβρου στην Ελλάδα. Τρεις εβδομάδες αργότερα θα επέστρεφε στην Αμερική…

Η πραγματική θύελλα τώρα θα άρχιζε…

Η ταινία

Μόλις ο Μπίλι επέστρεψε στην Αμερική, τα ΜΜΕ ασχολήθηκαν με την ιστορία του. Ένα δημοσίευμα του Reuters κέντρισε την προσοχή του Αλαν Μάρσαλ, του ανθρώπου που θα αναλάμβανε την παραγωγή της ταινίας μαζί με τον Ντέιβιντ Πάτναμ. Αμέσως οι δυο τους κινητοποίησαν τις διαδικασίες για να φτιάξουν μία ταινία για την απίστευτη ιστορία που είχαν διαβάσει. 

Όπως λένε στο ντοκιμαντέρ, σχεδόν ταυτόχρονα «έχτιζαν» το φιλμ, ενώ γράφονταν και το βιβλίο για την ιστορία του Χέιζ, το οποίο ολοκληρώθηκε σε χρόνο-ρεκόρ τριών μηνών για να ανοίξει τον δρόμο στους παραγωγούς. 

Το σενάριο ανατέθηκε στον Ολιβερ Στόουν, τον οποίο οι δυο παραγωγοί δεν εκτιμούσαν καθόλου. Εκείνος όμως κλείστηκε σε ένα δωμάτιο και έγραψε ένα σενάριο που άφησε τους Μάρσαλ και Πάτναμ άφωνους. 

Μπορεί να μην έγιναν ποτέ φίλοι μαζί του, ωστόσο δεν μπόρεσαν παρά να αναγνωρίσουν το ταλέντο του, κάτι που έκανε και η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου καθώς του χάρισε το Οσκαρ σεναρίου το 1979. 

Πολύ επιτυχημένη ήταν και η επιλογή του ανθρώπου που έγραψε τη μουσική. Τον ρόλο αυτόν, τον εμπιστεύτηκαν στον Τζιόρτζιο Μόροντερ, που έγραφε για πρώτη φορά σάουντρακ και ίσως γι’ αυτό εμφανίστηκε πολύ τολμηρός. Το τραγούδι με το συνθεσάιζερ που «ντύνει» την ταινία θεωρείται πλέον κλασικό και κάνει ακόμα και τώρα όσους το ακούν να θέλουν να σηκώσουν τα χέρια ψηλά και να πουν «Παραδίνομαι». Η δουλειά του επίσης εκτιμήθηκε δεόντως και του χάρισε χρυσό αγαλματίδιο.

Το σάουντρακ της ταινίας:


Για πρώτη φορά η ταινία προβλήθηκε στις Κάννες. 


Από την παρθενική της προβολή φάνηκε ο σάλος που θα την ακολουθούσε για χρόνια μετά. Το κοινό σηκώθηκε και χειροκροτούσε, όλοι συζητούσαν γι’ αυτή την ταινία, ενώ οι κριτικοί πέρασαν στην επίθεση κάνοντας λόγο για ένα ρατσιστικό φιλμ που προσβάλλει μία χώρα και έναν ολόκληρο λαό.  

«Ούτε ένας Τούρκος δεν παρουσιάστηκε καλός - Δεν μιλούσαν καν τουρκικά!»

Η αντίδραση της Τουρκίας ήταν σφοδρή, ίσως πιο σφοδρή από όσο θα έπρεπε, καθώς κατέληξε να κάνει τεράστια διαφήμιση στην ταινία. Η χώρα έκανε διαβήματα παντού και προσπάθησε να σταματήσει την προβολή της σε διάφορες χώρες. Αλλωστε λίγα χρόνια πριν είχε εμποδίσει και τα γυρίσματα, τα οποία επιτράπηκαν μόνο στη Μάλτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ίδια την Τουρκία προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1992, ενώ στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες χώρες έκαναν μέχρι και πορείες διαμαρτυρίας κατά του φιλμ! Στο ντοκιμαντέρ της Sussman μιλούν Τούρκοι διπλωμάτες και αξιωματούχοι και εξηγούν πώς η ταινία έβλαψε τη χώρα τους, κατακρημνίζοντας τον τουρισμό και πληγώνοντας ανεπανόρθωτα την εικόνα της στο εξωτερικό. Είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρουν, ότι στο φιλμ δεν υπήρχε ούτε ένας Τούρκος καλός, λάθος που παραδέχτηκαν εκ των υστέρων και οι συντελεστές. Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι οι χαρακτήρες στην ταινία δεν μιλούσαν καν τουρκικά. Φώναζαν και μίλαγαν σε ένα κράμα τουρκικών, μαλτέζικων και άλλων γλωσσών (η ταινία γυρίστηκε στη Μάλτα) με αποτέλεσμα οι Τούρκοι που την παρακολούθησαν να μην καταλαβαίνουν γρι. Μέσω της ταινίας, πάντως, η Τουρκία έγινε συνώνυμο με τα βασανιστήρια και τις απάνθρωπες φυλακές, ενώ η σκέψη ότι κάποιος μπορεί να συλληφθεί στη γειτονική χώρα ακόμα και τώρα μοιάζει με εφιάλτη. Η δε έκφραση «Το εξπρές του μεσονυχτίου» έχει εισχωρήσει όχι μόνο στην ελληνική, αλλά σχεδόν σε όλες τις γλώσσες και παραπέμπει πάντα σε ένα κελί βασανιστηρίων κάπου στην Τουρκία…

Ο πρωταγωνιστής και η σκηνή με το γυμνό στήθος

Το ντοκιμαντέρ «ξεγυμνώνει» σε μεγάλο βαθμό και τον ήρωα της υπόθεσης, τον Μπίλι Χέιζ. Ενώ η ταινία τον παρουσιάζει σαν ήρωα, φαίνεται πως ο ίδιος ήταν μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που μάλιστα έκανε όντως εμπόριο ναρκωτικών και δεν είχε απλώς το χασίς για προσωπική του χρήση, όπως ισχυρίστηκε όταν συνελήφθη. Ο ίδιος φαίνεται να παρασύρεται από τη γοητεία του Χόλιγουντ και την αναγνωρισιμότητα που το «Εξπρές του Μεσονυχτίου» του εξασφάλισε και μάλιστα προσπάθησε να γίνει ηθοποιός με όχι και τόσο καλά αποτελέσματα… Στο τέλος έφτασε να επιστρέψει στην Τουρκία και να αποθεώσει τον τουρκικό λαό ζητώντας συγγνώμη, κάτι που δεν έκαναν ποτέ οι συντελεστές της ταινίας οι οποίοι ξεκαθάρισαν ότι λυπούνται για τον αρνητικό αντίκτυπο στη χώρα, αλλά πως δεν υπάρχει λόγος να απολογηθούν για μία ταινία!

Ο άνθρωπος πάντως που τα προκάλεσε όλα αυτά, ο Χέιζ, παρουσιάζεται ως ένας γραφικός τύπος, σχεδόν στον κόσμο του, ένα φτερό στον άνεμο, που είναι απορίας άξιο πώς κατάφερε να αποδράσει από μία τουρκική φυλακή.

Αξίζει τέλος να γίνει αναφορά σε μία διάσημη σκηνή της ταινίας, αυτή που η τότε φίλη του Χέιζ τον επισκέπτεται στη φυλακή και του δείχνει το στήθος της. Ο Χέιζ επιμένει ότι έτσι έγινε στην πραγματικότητα, στο ντοκιμαντέρ όμως η φίλη του αρνήθηκε μετά επιτάσεως αυτή την κίνηση: «Μου το είχε ζητήσει αλλά δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να κάνω κάτι τέτοιο και μάλιστα σε φυλακή. Απορώ γιατί επιμένει ότι έκανα κάτι τέτοιο!».

Η σκηνή με το στήθος (στα ιταλικά)


Η ταινία «Το Εξπρές του Μεσονυχτίου»:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 
Top